ἐνεδρευτής

ἐνεδρευτής
ἐνεδρ-ευτής, οῦ, ,
A ensnarer, plotter, Sm.1 Ki.22.8, Ptol.Tetr.159.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἐνεδρευτής — ensnarer masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενεδρευτής — ο (AM ἐνεδρευτής) αυτός που ενεδρεύει, που μετέχει σε ενέδρα («ενεδρευτής στρατιώτης») νεοελλ. γένος κολεόπτερων εντόμων τής οικογένειας τών καραβιιδών …   Dictionary of Greek

  • ἐνεδρευταί — ἐνεδρευτής ensnarer masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνεδρευτάς — ἐνεδρευτά̱ς , ἐνεδρευτής ensnarer masc acc pl ἐνεδρευτά̱ς , ἐνεδρευτής ensnarer masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ένεδρος — (I) ἔνεδρος, ο (AM) μσν. ο ενεδρευτής αρχ. αυτός που κατοικεί σ έναν τόπο, ένοικος («αὐλάς ποίας ἔνεδρος ναίει καὶ χῶρον τίν ἔχει», Σοφ.). (II) ἔνεδρος, α, ον (Α) αυτός που αναφέρεται στην έδρα, στον πρωκτό …   Dictionary of Greek

  • εφεδρευτής — ἐφεδρευτής, ὁ (Α) [εφεδρεύω] ενεδρευτής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”